-
1 θολερον
τό нечистота, грязь Plut. -
2 θολερόν
θολερόςmuddy: masc acc sgθολερόςmuddy: neut nom /voc /acc sg -
3 θολερός
θολερός ( ϑολός), kothig, schlammig, schmutzig; zunächst von verunreinigtem, trübem Wasser, τὸ ῥεῦμα, Thuc. 2, 102; ϑολ. καὶ πηλώδης ποταμός Plat. Phaed. 113 a; ὕδατος ϑολερὰν καὶ βαϑεῖαν ἀνάπνευσιν Tim. 92; τὸ ϑολερόν, dem καϑαρὸν ὕδωρ entggstzt, Ath. VII, 298 b. Auch ϑολερώτατος ἀήρ, trübe, neblig, Plat. Tim. 58 d, wie νεφέλαι Antiphil. 31 (IX, 277); οὖρον Hippocr. Uebh. unrein, schmutzig, προςώπου χρῶτα Ael. H. A. 14, 9; sprichwörtl. ὕδατι νίζεινϑολερὰν πλίνϑον Theocr. 16, 62; τὸ ϑολερὸν περὶ τὴν δίαιταν τοῦ ϑρέμματος, die Unreinlichkeit, Plut. Symp. 4, 5, 2. – Uebtr., λαμπρὸν δὲ ϑολερῷ δῶμα συμμίξας τὸ σὸν ἥλκωσας οἴκους Eur. Suppl. 222; beunruhigt, verwirrt, λόγοι, durch Leidenschaft getrübte, verwirrte Reden, Aesch. Prom. 887; Αἴας ϑολερῷ κεῖται χειμῶνι νοσήσας Soph. Ai. 205, in Sinnesverwirrung erkrankt.
-
4 θαλερός
A stout, sturdy, buxom, in Hom. of persons, θ. αἰζηοί, πόσις, παρακοίτης, Il.3.26, 8.190, 6.430, cf. Pi.N. 1.71; ; .2 blooming, fresh, θ. γάμος the marriage of a youthful pair, Od.6.66, 20.74;Ὀϊκλῆος θ. λέχος εἰσαναβᾶσα Hes.Cat.Oxy.2075.25
;θαλερὸς ἥβης χρόνος E.El. 20
;πρωθήβης ἔαρος θαλερώτερος Alex.Aet.3.7
; of plants,ἀμάρακος Chaerem.14.16
;ἄνθεον IG12(7).410.17
([place name] Amorgos).II of parts of the body, stout, sturdy,μηρώ Il.15.113
; χαίτη luxuriant mane, 17.439; θ. ἀλοιφή rich fat, Od.8.476: hence generally, θ. κατὰ δάκρυ χέουσα shedding big tears, Il.6.496, cf. 24.9, 794, etc.;θ. δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ 2.266
;θαλερώτερα δάκρυα Mosch.4.56
(soθαλερώτερον ἔκλαεν Theoc.14.32
); θ. γόος the thick and frequent sob, Od.10.457; θ. φωνή strong voice, Il.17.696, al.; μῦθοι impassioned, torrential, A.R.4.1072; θαλερώτερον πνεῦμα a more genial wind, dub. in A.Th. 707 (lyr.); θαλερὸν πνεῦμα thick, i.e. laboured or rapid, breathing, v.l. for θολερὸν πν. in Hp.Prorrh.1.39, cf. Gal.16.596; θ. ὕπνος deep sleep, E.Ba. 692.2 later θ. πρόσωπον, glossed by εὐεκτικὸν καὶ εὔχρουν, Gal. 16.596; τὸ σῶμα τοῦ ζῴου, μέχρι μὲν ἔμπνουν ἐστὶ καὶ θ. Plu.2.955c, cf. E.Supp.62 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλερός
-
5 θολερός
A muddy, foul, turbid, opp. καθαρός or λαμπρός, prop. of troubled water, Hdt.4.53, Hp.Aër.8, Th.2.102;θ. καὶ πηλώδης Pl.Phd. 113b
: metaph.,λαμπρὸν δὲ θολερῷ δῶμα συμμείξας E. Supp. 222
;θ. οὖρα Hp.Epid.1.7
; ([comp] Sup. - ώτατος); αἷμα Arist.Somn.Vig. 458a14
([comp] Sup.);χυμοί Thphr.CP6.3.4
([comp] Comp.);νεφέλαι AP9.277
(Antiphil.):χρώς Ael.NA14.9
;πλίνθος Theoc.16.62
;δύσμορφον ἡ ὗς καὶ θολερόν Plu.2.670a
.2 θ. πνεῦμα dub. l. in Hp. Prorrh.1.39 (v. θαλερός).II metaph., troubled by passion or madness, θολεροὶ λόγοι troubled words of passion (compared to a torrent), A.Pr. 885 (anap.); θολερῷ χειμῶνι νοσήσας with turbid storm of madness, S.Aj. 206 (anap.); θολερῷ κυνόδοντι with passionate tooth, Nic.Th. 130 codd. ( θαλερῷ cj. Schneider). Adv. - ρῶς dub. in Com.Adesp.865.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θολερός
-
6 καδαλέομαι
A one who walks on stilts; and [full] κάδαλοι, οἱ, stilts, Hsch. [full] κάδαμος· τυφλός (Salam.), Id. [full] καδαρόν· θολερόν, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καδαλέομαι
-
7 θολερός
θολερός, kotig, schlammig, schmutzig; zunächst von verunreinigtem, trübem Wasser, τὸ ῥεῦμα. Auch ϑολερώτατος ἀήρ, trübe, neblig. Übh. unrein, schmutzig; τὸ ϑολερὸν περὶ τὴν δίαιταν τοῦ ϑρέμματος, die Unreinlichkeit. Übtr., beunruhigt, verwirrt, λόγοι, durch Leidenschaft getrübte, verwirrte Reden; Αἴας ϑολερῷ κεῖται χειμῶνι νοσήσας, in Sinnesverwirrung erkrankt
См. также в других словарях:
θολερόν — θολερός muddy masc acc sg θολερός muddy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
моутьныи — (22) пр. 1. Замутненный, загрязненный: напоимъ братию свою ѡстрѹѥниѥмь мѹтьнъмь (ϑολερον) СбТр XII/XIII, 134; написѧ адамъ ˫ада см҃ртьнаго рекше скорби и печали и слезъ възмѹщень˫а мѹтьна акы пь˫аньствѹ сподобисѧ КН 1280, 375в; горе напа˫ающемѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θολερός — ή, ό (ΑΜ θολερός, ά, όν) [θολός] νεοελλ. 1. θολός, ημιδιαφανής, θαμπός 2. σκιερός 3. (εντομ.) το θηλ. ως ουσ. η θολερά γένος λεπιδόπτερων εντόμων αρχ. 1. (για υγρά και για ταραγμένο νερό) α) λασπώδης, βορβορώδης, ταραγμένος β) σκοτεινός,… … Dictionary of Greek
καδαρόν — καδαρόν, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θολερόν» … Dictionary of Greek